- γιγγλυμωτός
- γιγγλῠμ-ωτός, όν,A hinged,
σανίδες Ph.Bel.91.29
, Apollod.Poliorc.189.9.II γ. φίλημα, = γίγγλυμος 5, Telecl.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανίδες Ph.Bel.91.29
, Apollod.Poliorc.189.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γιγγλυμωτός — γιγγλυμωτός, ή, όν (Α) [γίγγλυμος] 1. συναρμοσμένος με γίγγλυμον 2. φρ. «γιγγλυμωτόν φίλημα» ρουφηχτό, περιπαθές φιλί … Dictionary of Greek
γιγγλυμωτόν — γιγγλυμωτός hinged masc/fem acc sg γιγγλυμωτός hinged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)